(του Ευθύμιου Χριστόπουλου, εκπ/κού-δημοσιογράφου)
Το καλοκαίρι του 1947 ως μαθητής της Β' τάξης της Εκκλησιαστικής Σχολής Λαμίας, δέχτηκα την παρακίνηση του αείμνηστου Διευθυντού της Δημητρίου Κρικέλα να συγκεντρώσω πληροφορίες από γέρους Λαμιώτες που τις είχαν από τους πατεράδες τους, για ποιο ήταν το πραγματικό τέλος του Αθανασίου Διάκου.
Ταξινομώντας αυτές που συγκέντρωσα, είδα ότι τέσσερες ήταν ακριβώς ίδιες, αν και προέρχονταν από γερόντια που ζούσαν σε διαφορετικά σημεία της Λαμίας ο καθένας και μάλιστα ένας παππούς ήταν απ' τη Ροδίτσα. Διασταυρώνοντας τες αργότερα, με όσα διάβαζα άλλα, καταλάβαινα ότι αυτές που είχα ήταν ασφαλώς οι σωστές.
Το κύριο σημείο τους και κοινό, ήταν ότι τρεις Έλληνες, όταν έπιασαν το Διάκο και τον έφεραν στη Λαμία, τον έκλεισαν σ' ένα παλιό κι εγκαταλειμμένο χάνι, εκεί που σήμερα έχει οικοδομηθεί το Λαογραφικό Μουσείο Λαμίας στην οδό Καλύβα - Μπακογιάννη. Αυτοί οι τρεις είχαν περάσει πίσω - δυτικά - στο χάνι και από δύο μισοχαλασμένα παραθυράκια είχαν παρακολουθήσει όλη τη νύχτα όλα όσα έγιναν μέσα στο χάνι, τα οποία και αναφέρω στη συνέχεια.:
Μετά τη σύλληψη του Διάκου στα ποριά Δαμάστας, τον έφεραν με συνοδεία ποινών και τραυματισμένο στη Λαμία, οδηγώντας από τη νότια της είσοδο που περνούσε δίπλα από το Γολγοθά (όπως έλεγαν το ξεκομμένο Λόφο όπου σήμερα είναι το κτίριο του Ορφανοτροφείου Αρρένων) και από την οδό Σατωβριάνδου (σήμερα) και συνέχεια τον έφτασαν και τον έκλεισαν μέσα στο παλιό χάνι, όπου σήμερα - πάλι καλά! - έχει ανεγερθεί το Λαογραφικό Μουσείο.
Τον έβαλαν μέσα και τον έδεσαν με σκοινιά σ' ένα παχνί, το οποίο ήταν και ο πρώτος τόπος του μαρτυρίου του.
Εκτός από δύο - τρεις Τούρκους που έμειναν μέσα να τον επιτηρούν, οι άλλοι - όχι όλοι - έμειναν απ' έξω, ανατολικά σε κάτι δέντρα που ήταν εκεί, περιμένοντας από περιέργεια, ίσως, να ιδούν τι θα γινόταν. Όταν τον έδεσαν κι έφυγαν, ο Διάκος άρχισε να πονάει από τα τραύματα που είχε, καταπονημένος κι από την ταλαιπωρία.